"Η βασίλισσα της κυψέλης" (2021) – Κόσοβο
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Μπλέρτα Μπασόλι από το Κόσοβο που σάρωσε όλα τα μεγάλα βραβεία στο περσινό Σάντανς, αποτυπώνει όλες τις αποχρώσεις μιας αληθινής ιστορίας γυναικείας χειραφέτησης από την πατρίδα της, η οποία άνθισε πάνω στις στάχτες μιας τραγωδίας και κόντρα στην οπισθοδρομική ανδροκρατούμενη νοοτροπία. Από τον Νεκτάριο Σάκκα
Η πατριαρχία ως φάντασμα, ως ένα πολύ αληθινό όμως φάντασμα υπό την έννοια ότι στοιχειώνει εκτός από ορατούς και με αόρατους τρόπους, είναι το πίσω κείμενο στη «Βασίλισσα της Κυψέλης». Τη βασισμένη σε αληθινά γεγονότα ταινία από το Κόσοβο της Μπλέρτα Μπασόλι που έγραψε ιστορία ως το πρώτο φιλμ που έκανε το 3 στα 3 στα μεγάλα βραβεία του Σάντανς (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Κοινού), τη χρονιά που κατάφερε το ίδιο στο αντίστοιχο αμερικανικό Διαγωνιστικό τμήμα του ίδιου Φεστιβάλ, το «CODA».
Οι πλείστες όσες καταπιεστικές εκφάνσεις της πατριαρχίας είναι - όπως και σε τόσα άλλα φιλμ της πρόσφατης μνήμης (βλ. το «Lingui») - πρωταγωνίστριες στο «Hive», σκιαγραφημένες και εδώ στις αδρές γραμμές που συνάδουν με μια κοινωνία κλειστή, συντηρητική, χτυπητά παλαιομοδίτικη. Όλα ανάγλυφα αληθινά και αναγνωρίσιμα, σε βαθμό που θα θυμήσουν ίσως οπισθοδρομικές «ομορφιές» της ελληνικής επαρχίας, μόνο που το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Μπασόλι εμπεριέχει ακόμα μία παράμετρο αλήθειας. Εκτυλίσσεται στο Κόσοβο (σ.σ. τη γενέτειρά της), σε ένα χωριό όπου το 1999 οι Σέρβοι ξεπάστρεψαν και εξαφάνισαν εκατοντάδες ντόπιους. Και η Φαρίγε, μητέρα δύο παιδιών που έχει πλέον πάψει από καιρό να ελπίζει πως ο αγνοούμενος άνδρας της θα γυρίσει ζωντανός, αποφασίζει να στήσει τη δική της επιχείρηση, φτιάχνοντας παραδοσιακές σάλτσες για να ζήσει την οικογένειά της. Ο ανδροκρατούμενος περίγυρος προφανώς δε βλέπει με καλό μάτι μια χήρα σε εκκρεμότητα να αναλαμβάνει «ανδρικές» πρωτοβουλίες. Όμως το παρασκήνιο των αμέτρητων αγνοουμένων και το περιοδικό ψάξιμο για τις σορούς τους προσθέτει ένα στοιχείο που κάνει το «Hive» να θυμίζει τις «Παράλληλες Μητέρες».
H Μπασόλι παντρεύει τέλεια το πραγματικό συλλογικό τραύμα και τον εξίσου πραγματικό γολγοθά μιας γυναίκας να χειραφετηθεί
Σε αντίθεση με το φιλμ του Αλμοδόβαρ, εξαιρετικό στο μελόδραμα μα άνισο στο συγκερασμό με την ιστορική τραγωδία των θυμάτων του Ισπανικού Εμφυλίου, η Μπασόλι παντρεύει τέλεια το πραγματικό συλλογικό τραύμα και τον εξίσου πραγματικό γολγοθά μιας γυναίκας να χειραφετηθεί, δίνοντας το παράδειγμα και στις υπόλοιπες χήρες του χωριού που συσπειρώνονται γύρω της. Όπως και στο «Lingui», συναντάμε ακόμα μια αφήγηση που υπογραμμίζει ακριβώς αυτό: την κομβική αναγκαιότητα της γυναικείας αλληλεγγύης στο δρόμο για την αμφισβήτηση της ανδρικής παντοδυναμίας.
Όμως το μείζον εδώ είναι άλλο: η πατριαρχία στο «Hive» δεν αντιπροσωπεύεται μόνο από όσα φαίνονται, τις πέτρες που σπάνε το τζάμι του αυτοκινήτου της Φαρίγε, τις αντιρρήσεις του πεθερού της, ή την απόπειρα βιασμού από τον προμηθευτή της. Καθορίζεται κυρίως από το στοιχείο του κενού. Το πατριαρχικό φάντασμα έγκειται στο ότι η απόπειρα της ηρωίδας να σταθεί στα πόδια της εκλαμβάνεται - λεκτικά και εξωλεκτικά - ως ασέβεια απέναντι στον απόντα σύζυγο, γεγονός που μπλέκει μέσα της το πένθος με το αίσθημα ενοχής. Αν εκείνος έχει σκοτωθεί, που είναι σχεδόν βέβαιο, με την στάση της είναι σαν να επικυρώνει τον θάνατό του, σαν να λύνει τον γάμο τους, σαν να ακυρώνει την εσαεί εξάρτησή της από αυτόν. Αν τυχόν ως εκ θαύματος επιστρέψει, «θα ντρέπεται για εκείνη», όπως της διαμηνύουν διάφοροι. Και αφού ο σύζυγος έχει γίνει εκ των πραγμάτων κάτι σαν τη γάτα του Σρέντιγκερ, δηλαδή και ζωντανός και νεκρός, η τοπική κοινωνία θέλει να περιορίσει την Φαρίγε σε ένα υπαρξιακό κενό αέρος, όπου εξαρτημένη από την όποια λειψή μέριμνα θα αρκείται στο μεγάλωμα των παιδιών της.
Ενδεικτική όμως του τόξου που διανύει ο χαρακτήρας της Φαρίγε, άψογα ερμηνευμένος από την Ίλκα Γκάσι, είναι η σχέση με το μελίσσι του συζύγου της που εμπνέει και τον τίτλο της ταινίας. Αρχικά, στέκει σαν ξένο σώμα, ούσα ευάλωτη σε τσιμπήματα παρά τη χρήση στολής και παρότι «τον άνδρα της δεν το τσιμπούσαν ποτέ». Στη συνέχεια όμως, ατσαλωμένη μπροστά στα εμπόδια και τον κανονικοποιημένο μισογυνισμό που μασκαρεύεται πίσω από τον φερεντζέ της παράδοσης, βρίσκει το ρόλο της, ανάγεται σε βασίλισσα της κυψέλης και μαζεύοντας γύρω της τις εργάτριες μέλισσες, χτίζουν από κοινού ένα ανθεκτικό σε επιθέσεις, αυτόνομο οικοσύστημα που δεν έχει ανάγκη κανέναν άρρενα αφέντη. Κάτι που μας υπενθυμίζει άλλωστε το αληθινό success story της Φαρίγε και των συνεργάτιδών της, που λογικά φιγουράρει στους τίτλους τέλους.