Ορέστεια του Αισχύλου 2024
Για την Ορέστεια Tο 458 π.Χ., σε μια εποχή βίαιων κοινωνικών και πολιτικών ανατροπών, o Αισχύλος παρουσιάζει στη γιορτή των Διονυσίων την Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες), τη μοναδική σωζόμενη τριλογία αρχαίου δράματος και το τελευταίο σωζόμενο έργο του, που συνέταξε δύο μόλις χρόνια πριν από τον θάνατό του, αντανακλώντας πολλές από τις ραγδαίες μεταβολές της εποχής του.
Κεντρικός άξονας της τριλογίας είναι το τραγικό βραχυκύκλωμα του Ορέστη που διαχέεται σε όλα τα πρόσωπα του δράματος και στον χορό μέσα από διαδοχικά στάδια: από την αποσταθεροποίηση στο αδιέξοδο, στην τρέλα. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύεται η Αθηνά στο τρίτο μέρος της τριλογίας, για να θεσμοθετήσει τη δημοκρατία με τη βία, μέσω μιας αμφιλεγόμενης σύναψης ειρήνης.
Στα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας, στον Αγαμέμνονα και τις Χοηφόρους, οι δολοφονίες που βάζουν τέλος στις τυραννικές εξουσίες του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας αποτελούν την κορύφωση μιας νέας περιόδου κρίσης και αποσταθεροποίησης που αντανακλάται στις Ευμενίδες. Οι Ερινύες, οι χθόνιες θεότητες, εκπροσωπώντας τα ένστικτα και τις παρορμήσεις διαφυλάσσουν τη μνήμη. Γνωρίζοντας ότι κάθε διαμάχη με τους θεούς είναι προδιαγεγραμμένη ήττα, εξεγείρονται και απειλούν την ευταξία της πόλης. Ο Ορέστης πρέπει να πληρώσει για να τιμωρηθεί όχι μόνο το έγκλημα, αλλά και η επανάληψή του, και να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη της σύγκρουσης.
Η Αθηνά προσπαθεί με κάθε τίμημα να συνάψει «σύμφωνο ειρήνης» ανάμεσα στους θεούς και τις Ερινύες, προσφέροντας ανταλλάγματα και προνόμια. Για να πετύχει τη συνθηκολόγηση, μεταφέρει τη βία στο πεδίο της γλώσσας. Ο λόγος της εισάγει τη δόλια πειθώ, το ψέμα και την παραπλάνηση στην πολιτική σφαίρα. Οι Ερινύες υποκύπτουν με τη θέλησή τους. Φορώντας τα χαρακτηριστικά πορφυρά ενδύματα των μετοίκων, ανακηρύσσονται σε Ευμενίδες και απομακρύνονται από τον πυρήνα της πόλης. Οδηγούνται στην αφάνεια, στη λήθη, στα έγκατα της γης. Το δημοκρατικό πολίτευμα έχει εγκαθιδρυθεί. Όχι όμως ανώδυνα. Ό,τι είναι ασύμβατο με το νέο καθεστώς –το μέρος του ζωντανού σώματος που συνδέεται με τη μνήμη, τα ένστικτα, τη ζωική ορμή– έχει εξοριστεί. Η νέα τάξη πραγμάτων επιβάλλεται από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς με τρόπο τέτοιο, ώστε αυτές οι ζωτικές δυνάμεις μοιάζει σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Οι Ερινύες συμβιβάζονται και αποδέχονται την κοινωνική θέση των μετοίκων, ωστόσο η εσωτερική δομή τους δεν αλλοιώνεται. Όπως τα φυσικά φαινόμενα που δεν εξαφανίζονται από τη γη, αλλά ακολουθούν μια σπειροειδή πορεία μετουσίωσης, κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης, έτσι μπορούμε να φανταζόμαστε και τις χθόνιες θεότητες να οπισθοχωρούν και να αποσύρονται, για να αναδυθούν εκ νέου, παίρνοντας συνεχώς νέες, απροσδόκητες μορφές.
Σκηνοθετικό σημείωμα Γιατί η Ορέστεια συνεχίζει να ασκεί τρομακτική έλξη; Μια πιθανή απάντηση θα μπορούσε να είναι επειδή στον άνθρωπο υπάρχει η ανάγκη για μια βαθύτερη σχέση με τον Μύθο. Ο μύθος της Ορέστειας είναι επικίνδυνος, ανήκει στον κόσμο του ανοίκειου και του παράξενου, προκαλεί τον τρόμο, επειδή αποκαλύπτει το ατίθασο, το βίαιο και τους νόμους του βάθους που δεν μπορούν να δαμαστούν. Η Κλυταιμνήστρα μας καλεί να σπάσουμε μαζί τον καθρέφτη, για να γεννηθεί από τα θραύσματά του μια νέα εφιαλτική εικόνα, που ωστόσο θα διατηρεί τις σκοτεινές ρίζες του μύθου.
Πρόθεσή μας είναι η μελέτη του βάθους του μύθου της Ορέστειας και η αναζήτηση του απρόβλεπτου, του ασυνήθιστου, του παράδοξου. Τα πρόσωπα προσφέρουν τα σώματά τους στο θυσιαστήριο του ανοίκειου, θέτουν διαρκή ερωτήματα και διλήμματα. Η αισθητική της παράστασης προκύπτει από τη δυναμική σχέση του Σώματος με τον Μύθο, τον Χρόνο και τη Μνήμη. Θέτουμε ξανά το θεμελιώδες οντολογικό ερώτημα «περί τίνος πρόκειται», ένα ερώτημα που δεν επιδέχεται οριστικές απαντήσεις, αλλά διαρκώς μας ενεργοποιεί προς την κατεύθυνση της ολοένα βαθύτερης έρευνας της ρίζας του ήχου, της λέξης, των πολλαπλών διαστάσεων του ανθρώπινου αινίγματος και της ανακατασκευής ενός νέου Μύθου.
Θεόδωρος Τερζόπουλος
Η Ορέστεια από το Εθνικό Θέατρο
Η Ορέστεια έχει παρουσιαστεί από το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο πέντε φορές μέχρι σήμερα: το 1954 και το 1959 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, το 1972 σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, το 2001 σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου και το 2019 με την Ιώ Βουλγαράκη, τη Λίλλυ Μελεμέ και τη Γεωργία Μαυραγάνη, που σκηνοθέτησαν τα έργα Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες αντίστοιχα, στην πρώτη τους σκηνοθετική παρουσία στην Επίδαυρο.